- πάθνη
- πάθνη, ἡ (Μ)η φάτνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάθνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθνῃ — πάθνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθνῶν — πάθνη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθνην — πάθνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
πάθνας — πάθνᾱς , πάθνη fem acc pl πάθνᾱς , πάθνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχνος — ἔχνος, τὸ (Μ) κάθε ζώο ή ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού κρητικού ιδιώματος < έθνος (πρβλ. πάθνη > παχνί)] … Dictionary of Greek
αχνί — το κοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παχνί έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *παθνίον, υποκορ. τού αρχ. πάθνη, άλλο τ. τού φάτνη* με τις εξής μεταβολές: *παθνίον >… … Dictionary of Greek
bhendh- — bhendh English meaning: to bind Deutsche Übersetzung: “binden” Material: O.Ind. badhnü ti, only later bandhati “binds, fetters, captures, takes prisoner, put together “, Av. bandayaiti “binds”, participle O.Ind. baddhá , Av. ap.… … Proto-Indo-European etymological dictionary